- καλουπιάζω
- [καλούπι]βάζω σε καλούπι, καλουπώνω*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακαλούπιαστος — η, ο [καλουπιάζω] 1. αυτός που δεν έχει μπει σε καλούπι, σε μήτρα, δεν πήρε σταθερή μορφή 2. απεριτείχιστος, απερίφραχτος (κήπος, περιοχή) 3. μτφ. κακοπλασμένος, δύσμορφος … Dictionary of Greek
καλουπώνω — [καλούπι] 1. δίνω σχήμα, μορφή σε άμορφη ύλη, βάζω σε μήτρα, σε φόρμα, σε καλούπι, καλουπιάζω, τυποποιώ 2. μτφ. επιβάλλω σε κάποιον να ακολουθήσει έναν συγκεκριμένο τρόπο συμπεριφοράς, σκέψης, έκφρασης κ.λπ. 3. μτφ. απατώ, εξαπατώ 4. (με αισχρή… … Dictionary of Greek
καλούπιασμα — το [καλουπιάζω] το καλούπωμα … Dictionary of Greek